Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέλαις
μελαμβαθής
μελάμβροτος
μελαμπᾱγής
μελάμπεπλος
μελαμπεταλοχίτων
μελάμπτερος
μελάμπῡγος
μελαμφαής
μελαμφᾱρής
μελάμφυλλος
μελαμψήφῑς
μέλαν
μελάναιγις
μελαναυγής
μελάνδετος
μελανείμων
μελανέω
μελανθής
μελανίᾱ
Μελανιππίδης
View word page
μελάμ-φυλλος
μελάμ-φυλλοςονadjφύλλον of trees, land, mountainsblack-leaved, dark with foliagePi. B. S. Ar. Theoc.epigr.

ShortDef

dark-leaved

Debugging

Headword:
μελάμφυλλος
Headword (normalized):
μελάμφυλλος
Headword (normalized/stripped):
μελαμφυλλος
IDX:
25495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25496
Key:
μελάμφυλλος

Data

{'headword_display': '<b>μελάμ-φυλλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελάμ-φυλλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φύλλον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of trees, land, mountains</Indic><Tr>black-leaved, dark with foliage</Tr><Au>Pi. B. S. Ar. Theoc.<Wk>epigr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'μελάμφυλλος'}