Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελαγχροιής
μελάγχρους
μελάγχρως
μέλαθρον
μέλαινα
μελαίνομαι
μέλαις
μελαμβαθής
μελάμβροτος
μελαμπᾱγής
μελάμπεπλος
μελαμπεταλοχίτων
μελάμπτερος
μελάμπῡγος
μελαμφαής
μελαμφᾱρής
μελάμφυλλος
μελαμψήφῑς
μέλαν
μελάναιγις
μελαναυγής
View word page
μελάμ-πεπλος
μελάμ-πεπλοςονadjπέπλος of a mourner, a costumeblack-robedE.of NightE.

ShortDef

black-robed

Debugging

Headword:
μελάμπεπλος
Headword (normalized):
μελάμπεπλος
Headword (normalized/stripped):
μελαμπεπλος
IDX:
25489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25490
Key:
μελάμπεπλος

Data

{'headword_display': '<b>μελάμ-πεπλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελάμ-πεπλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πέπλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a mourner, a costume</Indic><Tr>black-robed</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of Night</Indic><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'μελάμπεπλος'}