Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχρους
μελάγχρως
μέλαθρον
μέλαινα
μελαίνομαι
μέλαις
μελαμβαθής
μελάμβροτος
μελαμπᾱγής
μελάμπεπλος
μελαμπεταλοχίτων
μελάμπτερος
μελάμπῡγος
μελαμφαής
μελαμφᾱρής
μελάμφυλλος
μελαμψήφῑς
μέλαν
View word page
μελάμ-βροτος
μελάμ-βροτοςονadjβροτός of a raceconsisting of black personsblackE.fr.

ShortDef

(land) with black people

Debugging

Headword:
μελάμβροτος
Headword (normalized):
μελάμβροτος
Headword (normalized/stripped):
μελαμβροτος
IDX:
25487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25488
Key:
μελάμβροτος

Data

{'headword_display': '<b>μελάμ-βροτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελάμ-βροτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βροτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a race</Indic><Def>consisting of black persons</Def><Tr>black</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'μελάμβροτος'}