Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολίᾱ
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχρους
μελάγχρως
μέλαθρον
μέλαινα
μελαίνομαι
μέλαις
μελαμβαθής
μελάμβροτος
μελαμπᾱγής
μελάμπεπλος
μελαμπεταλοχίτων
μελάμπτερος
μελάμπῡγος
μελαμφαής
View word page
μέλαινα
μέλαιναfem.adj.seeμέλᾱς

ShortDef

disease causing black secretions

Debugging

Headword:
μέλαινα
Headword (normalized):
μέλαινα
Headword (normalized/stripped):
μελαινα
IDX:
25483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25484
Key:
μέλαινα

Data

{'headword_display': '<b>μέλαινα</b>', 'content': '<XE><RefFm>μέλαινα<LblR>fem.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μέλᾱς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μέλαινα'}