Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολίᾱ
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχρους
μελάγχρως
μέλαθρον
μέλαινα
μελαίνομαι
μέλαις
μελαμβαθής
μελάμβροτος
μελαμπᾱγής
μελάμπεπλος
μελαμπεταλοχίτων
View word page
μελάγ-χρους
μελάγ-χρουςουνAtt.adjχρώς dark-skinned, swarthyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελάγχρους
Headword (normalized):
μελάγχρους
Headword (normalized/stripped):
μελαγχρους
IDX:
25480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25481
Key:
μελάγχρους

Data

{'headword_display': '<b>μελάγ-χρους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελάγ-χρους</HL><Infl>ουν</Infl><PS>Att.adj</PS><Ety><Ref>χρώς</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>dark-skinned, swarthy</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελάγχρους'}