Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελάγκουρος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολίᾱ
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχρους
μελάγχρως
μέλαθρον
μέλαινα
μελαίνομαι
μέλαις
μελαμβαθής
μελάμβροτος
μελαμπᾱγής
μελάμπεπλος
View word page
μελαγ-χροιής
μελαγ-χροιήςοῦIon.masc.adjχροιᾱ́ dark-skinned, swarthyOd.

ShortDef

black-skinned, swarthy

Debugging

Headword:
μελαγχροιής
Headword (normalized):
μελαγχροιής
Headword (normalized/stripped):
μελαγχροιης
IDX:
25479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25480
Key:
μελαγχροιής

Data

{'headword_display': '<b>μελαγ-χροιής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελαγ-χροιής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>Ion.masc.adj</PS><Ety><Ref>χροιᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>dark-skinned, swarthy</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελαγχροιής'}