Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελαγκόρυφος
μελάγκουρος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολίᾱ
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχρους
μελάγχρως
μέλαθρον
μέλαινα
μελαίνομαι
μέλαις
μελαμβαθής
μελάμβροτος
μελαμπᾱγής
View word page
μελάγ-χολος
μελάγ-χολοςονadjχολή of a poisonof black gallS.or perh., of an arrow dipped in black gall

ShortDef

dipped in black bile

Debugging

Headword:
μελάγχολος
Headword (normalized):
μελάγχολος
Headword (normalized/stripped):
μελαγχολος
IDX:
25478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25479
Key:
μελάγχολος

Data

{'headword_display': '<b>μελάγ-χολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελάγ-χολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χολή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a poison</Indic><Tr>of black gall</Tr><Au>S.</Au><Extra>or perh., of an arrow <ital>dipped in black gall</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'μελάγχολος'}