Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελαγκευθής
μελαγκόρυφος
μελάγκουρος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολίᾱ
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχρους
μελάγχρως
μέλαθρον
μέλαινα
μελαίνομαι
μέλαις
μελαμβαθής
μελάμβροτος
View word page
μελαγχολικός
μελαγχολικόςή όνadj of persons, their naturesprone to madnessdepressionPl. Arist. Men.

ShortDef

atrabilious, choleric

Debugging

Headword:
μελαγχολικός
Headword (normalized):
μελαγχολικός
Headword (normalized/stripped):
μελαγχολικος
IDX:
25477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25478
Key:
μελαγχολικός

Data

{'headword_display': '<b>μελαγχολικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελαγχολικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons, their natures</Indic><Tr>prone to madness<or/>depression</Tr><Au>Pl. Arist. Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελαγχολικός'}