Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκευθής
μελαγκόρυφος
μελάγκουρος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολίᾱ
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχρους
μελάγχρως
μέλαθρον
μέλαινα
μελαίνομαι
μέλαις
View word page
μελαγχολάω
μελαγχολάωcontr.vbμελάγχολος suffer from an excess of black bilea symptom of bodily and mental disturbancebe mad, crazyspecif.depressive, melancholicAr. Pl. D. Men.

ShortDef

to be atrabilious

Debugging

Headword:
μελαγχολάω
Headword (normalized):
μελαγχολάω
Headword (normalized/stripped):
μελαγχολαω
IDX:
25475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25476
Key:
μελαγχολάω

Data

{'headword_display': '<b>μελαγχολάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μελαγχολάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μελάγχολος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>suffer from an excess of black bile<Expl>a symptom of bodily and mental disturbance</Expl></Def><Tr>be mad, crazy<or/><Prnth>specif.</Prnth>depressive, melancholic</Tr><Au>Ar. Pl. D. Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μελαγχολάω'}