Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μείωσις
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκευθής
μελαγκόρυφος
μελάγκουρος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολίᾱ
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχρους
μελάγχρως
μέλαθρον
μέλαινα
μελαίνομαι
View word page
μελάγ-χλαινος
μελάγ-χλαινοςονadjχλαῖνα wearing a black cloakin mourningMosch.

ShortDef

black-cloaked

Debugging

Headword:
μελάγχλαινος
Headword (normalized):
μελάγχλαινος
Headword (normalized/stripped):
μελαγχλαινος
IDX:
25474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25475
Key:
μελάγχλαινος

Data

{'headword_display': '<b>μελάγ-χλαινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελάγ-χλαινος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χλαῖνα</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>wearing a black cloak<Expl>in mourning</Expl></Tr><Au>Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελάγχλαινος'}