Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείς
μείωμα
μείων
μείωσις
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκευθής
μελαγκόρυφος
μελάγκουρος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολίᾱ
μελαγχολικός
μελάγχολος
View word page
μελαγ-κόρυφος
μελαγ-κόρυφοςουmκορυφή a kind of black-headed birdperh.coal titsombre titAr.

ShortDef

the blackcap

Debugging

Headword:
μελαγκόρυφος
Headword (normalized):
μελαγκόρυφος
Headword (normalized/stripped):
μελαγκορυφος
IDX:
25468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25469
Key:
μελαγκόρυφος

Data

{'headword_display': '<b>μελαγ-κόρυφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μελαγ-κόρυφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κορυφή</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of black-headed bird</Def><nS2><Qualif>perh.</Qualif><Tr>coal tit<or/>sombre tit</Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μελαγκόρυφος'}