Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείς
μείωμα
μείων
μείωσις
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκευθής
μελαγκόρυφος
μελάγκουρος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
View word page
μείωμα
μείωμαατοςnμειόω loss, shortfallin monetary termsX.

ShortDef

curtailment a fine

Debugging

Headword:
μείωμα
Headword (normalized):
μείωμα
Headword (normalized/stripped):
μειωμα
IDX:
25462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25463
Key:
μείωμα

Data

{'headword_display': '<b>μείωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μείωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>μειόω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>loss, shortfall<Expl>in monetary terms</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μείωμα'}