Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειόνως
μειότερος
μειόω
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείς
μείωμα
μείων
μείωσις
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκευθής
μελαγκόρυφος
μελάγκουρος
View word page
μεῖραξ
μεῖραξακοςf colloq.girlAr. Men.

ShortDef

a young girl, lass

Debugging

Headword:
μεῖραξ
Headword (normalized):
μεῖραξ
Headword (normalized/stripped):
μειραξ
IDX:
25459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25460
Key:
μεῖραξ

Data

{'headword_display': '<b>μεῖραξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεῖραξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Indic>colloq.</Indic><Tr>girl</Tr><Au>Ar. Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεῖραξ'}