Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειονεξίᾱ
μειόνως
μειότερος
μειόω
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείς
μείωμα
μείων
μείωσις
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκευθής
μελαγκόρυφος
View word page
μειρακύλλιον
μειρακύλλιονουndimin.μειράκιον youngster, ladmere ladAr. D. Men.

ShortDef

a mere lad

Debugging

Headword:
μειρακύλλιον
Headword (normalized):
μειρακύλλιον
Headword (normalized/stripped):
μειρακυλλιον
IDX:
25458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25459
Key:
μειρακύλλιον

Data

{'headword_display': '<b>μειρακύλλιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μειρακύλλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>μειράκιον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>youngster, lad<or/>mere lad</Tr><Au>Ar. D. Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μειρακύλλιον'}