Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μείξω
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεξίᾱ
μειόνως
μειότερος
μειόω
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείς
μείωμα
μείων
μείωσις
μελάγγαιος
View word page
μειρακίσκη
μειρακίσκηηςfdimin.μεῖραξ girlAr.

ShortDef

a little girl

Debugging

Headword:
μειρακίσκη
Headword (normalized):
μειρακίσκη
Headword (normalized/stripped):
μειρακισκη
IDX:
25455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25456
Key:
μειρακίσκη

Data

{'headword_display': '<b>μειρακίσκη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μειρακίσκη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety>dimin.<Ref>μεῖραξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>girl</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μειρακίσκη'}