Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειξοπάρθενος
μείξω
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεξίᾱ
μειόνως
μειότερος
μειόω
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείς
μείωμα
μείων
μείωσις
View word page
μειρακιόομαι
μειρακιόομαιmid.contr.vb become a young manX.

ShortDef

become a μειράκιον, reach puberty

Debugging

Headword:
μειρακιόομαι
Headword (normalized):
μειρακιόομαι
Headword (normalized/stripped):
μειρακιοομαι
IDX:
25454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25455
Key:
μειρακιόομαι

Data

{'headword_display': '<b>μειρακιόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μειρακιόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>become a young man</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μειρακιόομαι'}