Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειξόμβροτος
μειξοπάρθενος
μείξω
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεξίᾱ
μειόνως
μειότερος
μειόω
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείς
μείωμα
μείων
View word page
μειράκιον
μειράκιονουndimin.μεῖραξ colloq.young man, lad, boyAr. Att.orats. Pl. X. Arist. Thphr.derog., ref. to a grown manmere boyPlb. Plu.

ShortDef

a boy, lad, stripling

Debugging

Headword:
μειράκιον
Headword (normalized):
μειράκιον
Headword (normalized/stripped):
μειρακιον
IDX:
25453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25454
Key:
μειράκιον

Data

{'headword_display': '<b>μειράκιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μειράκιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>μεῖραξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>colloq.</Indic><Tr>young man, lad, boy</Tr><Au>Ar. Att.orats. Pl. X. Arist. Thphr.<NBPlus/></Au><nS2><Indic>derog., ref. to a grown man</Indic><Tr>mere boy</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μειράκιον'}