Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειξολῡδιστί
μειξόμβροτος
μειξοπάρθενος
μείξω
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεξίᾱ
μειόνως
μειότερος
μειόω
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείς
μείωμα
View word page
μειρακιεύομαι
μειρακιεύομαιmid.vbμειράκιον behave boyishly, lark aboutPlu.

ShortDef

to play the boy

Debugging

Headword:
μειρακιεύομαι
Headword (normalized):
μειρακιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μειρακιευομαι
IDX:
25452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25453
Key:
μειρακιεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>μειρακιεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μειρακιεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>μειράκιον</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>behave boyishly, lark about</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μειρακιεύομαι'}