Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεῖξις
μειξοβάρβαρος
μειξόθηρ
μειξόθροος
μειξολῡδιστί
μειξόμβροτος
μειξοπάρθενος
μείξω
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεξίᾱ
μειόνως
μειότερος
μειόω
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
View word page
μειονεξίᾱ
μειονεξίᾱᾱςf state of having lessthan others or one's duedisadvantageX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειονεξίᾱ
Headword (normalized):
μειονεξίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μειονεξια
IDX:
25448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25449
Key:
μειονεξίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μειονεξίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>μειονεξίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>state of having less<Expl>than others or one's due</Expl></Def><Tr>disadvantage</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>", 'key': 'μειονεξίᾱ'}