Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειξέλληνες
μειξεριφαρνογενής
μεῖξις
μειξοβάρβαρος
μειξόθηρ
μειξόθροος
μειξολῡδιστί
μειξόμβροτος
μειξοπάρθενος
μείξω
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεξίᾱ
μειόνως
μειότερος
μειόω
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
View word page
μειξο-πάρθενος
μειξο-πάρθενοςalsoμῑξ-ονadjπαρθένος of a plunderer, ref. to the Sphinxhalf-girlE.of a viperHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειξοπάρθενος
Headword (normalized):
μειξοπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
μειξοπαρθενος
IDX:
25444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25445
Key:
μειξοπάρθενος

Data

{'headword_display': '<b>μειξο-πάρθενος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μειξο-πάρθενος<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>μῑξ-</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παρθένος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a plunderer, ref. to the Sphinx</Indic><Tr>half-girl</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of a viper</Indic><Au>Hdt.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'μειξοπάρθενος'}