Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειλίχιος
μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειξέλληνες
μειξεριφαρνογενής
μεῖξις
μειξοβάρβαρος
μειξόθηρ
μειξόθροος
μειξολῡδιστί
μειξόμβροτος
μειξοπάρθενος
μείξω
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεξίᾱ
μειόνως
μειότερος
μειόω
μειρακιεύομαι
μειράκιον
View word page
μειξό-μβροτος
μειξό-μβροτοςονadjβροτός of an animal, ref. to Iohalf-humanA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειξόμβροτος
Headword (normalized):
μειξόμβροτος
Headword (normalized/stripped):
μειξομβροτος
IDX:
25443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25444
Key:
μειξόμβροτος

Data

{'headword_display': '<b>μειξό-μβροτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μειξό-μβροτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βροτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an animal, ref. to Io</Indic><Tr>half-human</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μειξόμβροτος'}