Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειλίσσω
μειλιχίη
μειλίχιος
μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειξέλληνες
μειξεριφαρνογενής
μεῖξις
μειξοβάρβαρος
μειξόθηρ
μειξόθροος
μειξολῡδιστί
μειξόμβροτος
μειξοπάρθενος
μείξω
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεξίᾱ
μειόνως
μειότερος
μειόω
View word page
μειξό-θροος
μειξό-θροοςονadjθρόος of plunder, ref. to womenwith mingled criesi.e. fr. young and oldA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειξόθροος
Headword (normalized):
μειξόθροος
Headword (normalized/stripped):
μειξοθροος
IDX:
25441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25442
Key:
μειξόθροος

Data

{'headword_display': '<b>μειξό-θροος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μειξό-θροος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θρόος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of plunder, ref. to women</Indic><Tr>with mingled cries<Expl>i.e. fr. young and old</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μειξόθροος'}