Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μείλινος
μείλιον
μειλίσσω
μειλιχίη
μειλίχιος
μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειξέλληνες
μειξεριφαρνογενής
μεῖξις
μειξοβάρβαρος
μειξόθηρ
μειξόθροος
μειξολῡδιστί
μειξόμβροτος
μειξοπάρθενος
μείξω
μεῖον
μειονεκτέω
μειονεξίᾱ
μειόνως
View word page
μειξο-βάρβαρος
μειξο-βάρβαροςalsoμῑξ-ονadj of peopleof mixed Greek and barbarian racehalf-barbarianby birthPl. X.of a warrior, fr. the style of his armourE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειξοβάρβαρος
Headword (normalized):
μειξοβάρβαρος
Headword (normalized/stripped):
μειξοβαρβαρος
IDX:
25439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25440
Key:
μειξοβάρβαρος

Data

{'headword_display': '<b>μειξο-βάρβαρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μειξο-βάρβαρος<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>μῑξ-</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of people</Indic><Def>of mixed Greek and barbarian race</Def><Tr>half-barbarian<Expl>by birth</Expl></Tr><Au>Pl. X.</Au><aS2><Indic>of a warrior, fr. the style of his armour</Indic><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'μειξοβάρβαρος'}