Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μειλικτήρια
μείλικτρα
μείλινος
μείλιον
μειλίσσω
μειλιχίη
μειλίχιος
μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειξέλληνες
μειξεριφαρνογενής
μεῖξις
μειξοβάρβαρος
μειξόθηρ
μειξόθροος
μειξολῡδιστί
μειξόμβροτος
μειξοπάρθενος
μείξω
μεῖον
μειονεκτέω
View word page
μειξ-εριφ-αρνο-γενής
μειξ-εριφ-αρνο-γενήςalso writtenμῑξ-έςadjἔριφοςἀρήν;γένοςγίγνομαι of a sausagemade of a mixture of kid and lambkid-and-lambPhilox.Leuc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειξεριφαρνογενής
Headword (normalized):
μειξεριφαρνογενής
Headword (normalized/stripped):
μειξεριφαρνογενης
IDX:
25437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25438
Key:
μειξεριφαρνογενής

Data

{'headword_display': '<b>μειξ-εριφ-αρνο-γενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μειξ-εριφ-αρνο-γενής<VL><Lbl>also written</Lbl><FmHL>μῑξ-</FmHL></VL></HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔριφος</Ref><Ref>ἀρήν</Ref>;<Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sausage</Indic><Def>made of a mixture of kid and lamb</Def><Tr>kid-and-lamb</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μειξεριφαρνογενής'}