Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθύστερος
μεθυστικός
μεθύω
μεθῶ
μειαγωγέω
μεῖγμα
μείγνῡμι
μειδάω
μειδήματα
μειδίᾱμα
μειδιάω
μείζων
μεικτός
μείλανι
μείλιγμα
μειλικτήρια
μείλικτρα
μείλινος
μείλιον
μειλίσσω
μειλιχίη
View word page
μειδιάω
μειδιάωcontr.vbep.3sg.
μειδιάει
Aeol.
μειδίαι
Theoc.ep.ptcpl.w.diect.
μειδιόωνfem. μειδιόωσα
also
μειδιάων
aor.
ἐμειδίᾱσα
Aeol.fem.ptcpl.
μειδιαίσαισα
smileIl. hHom. Sapph. Anacr. Ar. Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειδιάω
Headword (normalized):
μειδιάω
Headword (normalized/stripped):
μειδιαω
IDX:
25422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25423
Key:
μειδιάω

Data

{'headword_display': '<b>μειδιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μειδιάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3sg.</Lbl><Form>μειδιάει</Form><Lbl>Aeol.</Lbl><Form>μειδίαι</Form><Au>Theoc.</Au><Lbl>ep.ptcpl.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>μειδιόων<Expl>fem. <Form>μειδιόωσα</Form></Expl></Form><Lbl>also</Lbl><Form>μειδιάων</Form></Tns><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ἐμειδίᾱσα</Form><Lbl>Aeol.fem.ptcpl.</Lbl><Form>μειδιαίσαισα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>smile</Tr><Au>Il. hHom. Sapph. Anacr. Ar. Pl.<NBPlus/></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μειδιάω'}