Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθύσκομαι
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθύω
μεθῶ
μειαγωγέω
μεῖγμα
μείγνῡμι
μειδάω
μειδήματα
μειδίᾱμα
μειδιάω
μείζων
μεικτός
μείλανι
μείλιγμα
μειλικτήρια
μείλικτρα
μείλινος
View word page
μειδάω
μειδάωcontr.vbonly ep.aor.
μείδησα
ptcpl.
μειδήσᾱς
inf.
μειδῆσαι
of persons or deitiessmileHom. Hes. hHom. AR. of the earthhHom.

ShortDef

to smile

Debugging

Headword:
μειδάω
Headword (normalized):
μειδάω
Headword (normalized/stripped):
μειδαω
IDX:
25419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25420
Key:
μειδάω

Data

{'headword_display': '<b>μειδάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μειδάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>only ep.aor.</Lbl><Form>μείδησα</Form><Lbl>ptcpl.</Lbl><Form>μειδήσᾱς</Form><Lbl>inf.</Lbl><Form>μειδῆσαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of persons or deities</Indic><Tr>smile</Tr><Au>Hom. Hes. hHom. AR.</Au> <vS2><Indic>of the earth</Indic><Au>hHom.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'μειδάω'}