Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθύση
μέθυσις
μεθύσκομαι
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθύω
μεθῶ
μειαγωγέω
μεῖγμα
μείγνῡμι
μειδάω
μειδήματα
μειδίᾱμα
μειδιάω
μείζων
μεικτός
μείλανι
μείλιγμα
μειλικτήρια
View word page
μεῖγμα
μεῖγμαalsoμῖγμαμίγμαατοςnμείγνῡμι mixture, compoundArist.w.gen.of myrrh and aloe, ref. to an ointmentNT. mixtureof speech and barkingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεῖγμα
Headword (normalized):
μεῖγμα
Headword (normalized/stripped):
μειγμα
IDX:
25417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25418
Key:
μεῖγμα

Data

{'headword_display': '<b>μεῖγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεῖγμα<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>μῖγμα<or/>μίγμα</FmHL></VL></HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>μείγνῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>mixture, compound</Tr><Au>Arist.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>of myrrh and aloe, ref. to an ointment</Indic><Au>NT.</Au></nS2></nS1> <nS1><Tr>mixture<Expl>of speech and barking</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεῖγμα'}