Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυποδέομαι
μεθύση
μέθυσις
μεθύσκομαι
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθύω
μεθῶ
μειαγωγέω
μεῖγμα
μείγνῡμι
μειδάω
μειδήματα
μειδίᾱμα
μειδιάω
μείζων
View word page
μεθυστικός
μεθυστικόςή όνadjμεθύωof a personprone to get drunkdrunkenPl. Plu. of certain musical modeshaving the effect of intoxicationi.e. enervatingArist.

ShortDef

intoxicating

Debugging

Headword:
μεθυστικός
Headword (normalized):
μεθυστικός
Headword (normalized/stripped):
μεθυστικος
IDX:
25413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25414
Key:
μεθυστικός

Data

{'headword_display': '<b>μεθυστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεθυστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεθύω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Def>prone to get drunk</Def><Tr>drunken</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></aS1> <aS1><Indic>of certain musical modes</Indic><Tr>having the effect of intoxication<Expl>i.e. enervating</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεθυστικός'}