Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέθοδος
μεθομῑλέω
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυποδέομαι
μεθύση
μέθυσις
μεθύσκομαι
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθύω
μεθῶ
μειαγωγέω
μεῖγμα
μείγνῡμι
μειδάω
μειδήματα
View word page
μεθυσο-κότταβος
μεθυσο-κότταβοςονadjμέθυσος of youthsdrunk from playing kottabosAr.

ShortDef

drunk with cottabus-playing

Debugging

Headword:
μεθυσοκότταβος
Headword (normalized):
μεθυσοκότταβος
Headword (normalized/stripped):
μεθυσοκοτταβος
IDX:
25410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25411
Key:
μεθυσοκότταβος

Data

{'headword_display': '<b>μεθυσο-κότταβος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεθυσο-κότταβος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέθυσος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of youths</Indic><Tr>drunk from playing kottabos</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεθυσοκότταβος'}