Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθοδεύομαι
μεθοδικός
μέθοδος
μεθομῑλέω
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυποδέομαι
μεθύση
μέθυσις
μεθύσκομαι
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθύω
μεθῶ
μειαγωγέω
μεῖγμα
μείγνῡμι
View word page
μέθυσις
μέθυσιςεωςfμεθύω drunkennessThgn.

ShortDef

drunkenness

Debugging

Headword:
μέθυσις
Headword (normalized):
μέθυσις
Headword (normalized/stripped):
μεθυσις
IDX:
25408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25409
Key:
μέθυσις

Data

{'headword_display': '<b>μέθυσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μέθυσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μεθύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>drunkenness</Tr><Au>Thgn.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μέθυσις'}