Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεύομαι
μεθοδικός
μέθοδος
μεθομῑλέω
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυποδέομαι
μεθύση
μέθυσις
μεθύσκομαι
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθύω
μεθῶ
μειαγωγέω
View word page
μεθ-υποδέομαι
μεθ-υποδέομαιmid.contr.vbμετά change one's footwearAr.

ShortDef

put on another person's shoes

Debugging

Headword:
μεθυποδέομαι
Headword (normalized):
μεθυποδέομαι
Headword (normalized/stripped):
μεθυποδεομαι
IDX:
25406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25407
Key:
μεθυποδέομαι

Data

{'headword_display': '<b>μεθ-υποδέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>μεθ-υποδέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>μετά</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>change one's footwear</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'μεθυποδέομαι'}