Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθιδρῡ́ω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεύομαι
μεθοδικός
μέθοδος
μεθομῑλέω
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυποδέομαι
μεθύση
μέθυσις
μεθύσκομαι
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθύω
μεθῶ
View word page
μέθυ
μέθυnonly nom.acc. intoxicating drinkwineHom. Archil. Xenoph. S. E. AR. beerw.prep.phr.fr. barleyA.

ShortDef

wine, mead

Debugging

Headword:
μέθυ
Headword (normalized):
μέθυ
Headword (normalized/stripped):
μεθυ
IDX:
25405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25406
Key:
μέθυ

Data

{'headword_display': '<b>μέθυ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μέθυ</HL><PS>n</PS><FG><Case><Lbl>only nom.acc.</Lbl></Case></FG></HG> <nS1><Def>intoxicating drink</Def><Tr>wine</Tr><Au>Hom. Archil. Xenoph. S. E. AR.</Au></nS1> <nS1><Tr>beer<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>fr. barley</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μέθυ'}