Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθήμων
μεθησέμεν
μεθιδρῡ́ω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεύομαι
μεθοδικός
μέθοδος
μεθομῑλέω
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυποδέομαι
μεθύση
μέθυσις
μεθύσκομαι
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
View word page
μεθ-ορμάομαι
μεθ-ορμάομαιpass.contr.vbonly aor.ptcpl.w.mid.sens.
μεθορμηθείς
mount an expedition in pursuitof a personIl. of a swimmerstrike out in pursuitof a boatOd.

ShortDef

to rush in pursuit of, make a dash at

Debugging

Headword:
μεθορμάομαι
Headword (normalized):
μεθορμάομαι
Headword (normalized/stripped):
μεθορμαομαι
IDX:
25403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25404
Key:
μεθορμάομαι

Data

{'headword_display': '<b>μεθ-ορμάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεθ-ορμάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>only aor.ptcpl.<Expl>w.mid.sens.</Expl></Lbl><Form>μεθορμηθείς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>mount an expedition in pursuit<Expl>of a person</Expl></Tr><Au>Il.</Au> <vS2><Indic>of a swimmer</Indic><Tr>strike out in pursuit<Expl>of a boat</Expl></Tr><Au>Od.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'μεθορμάομαι'}