Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθησέμεν
μεθιδρῡ́ω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεύομαι
μεθοδικός
μέθοδος
μεθομῑλέω
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυποδέομαι
μεθύση
μέθυσις
μεθύσκομαι
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
View word page
μεθ-ομῑλέω
μεθ-ομῑλέωcontr.vb keep companyw.dat.w. peopleIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθομῑλέω
Headword (normalized):
μεθομῑλέω
Headword (normalized/stripped):
μεθομιλεω
IDX:
25401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25402
Key:
μεθομῑλέω

Data

{'headword_display': '<b>μεθ-ομῑλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεθ-ομῑλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>keep company</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. people<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'μεθομῑλέω'}