Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθῆκα
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθησέμεν
μεθιδρῡ́ω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεύομαι
μεθοδικός
μέθοδος
μεθομῑλέω
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθυ
μεθυποδέομαι
μεθύση
μέθυσις
View word page
μεθοδεύομαι
μεθοδεύομαιmid.vbμέθοδος behave craftilyPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθοδεύομαι
Headword (normalized):
μεθοδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μεθοδευομαι
IDX:
25398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25399
Key:
μεθοδεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>μεθοδεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεθοδεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>μέθοδος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>behave craftily</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μεθοδεύομαι'}