Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
μεθέστηκα
μέθετε
μέθη
μεθῆκα
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθησέμεν
μεθιδρῡ́ω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεύομαι
μεθοδικός
μέθοδος
μεθομῑλέω
μεθόριος
View word page
μεθημοσύνη
μεθημοσύνηηςfμεθήμων slowness or reluctance to take actionslacknessIl.

ShortDef

remissness, carelessness

Debugging

Headword:
μεθημοσύνη
Headword (normalized):
μεθημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μεθημοσυνη
IDX:
25392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25393
Key:
μεθημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>μεθημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεθημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μεθήμων</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>slowness or reluctance to take action</Def><Tr>slackness</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεθημοσύνη'}