Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθέπομαι
μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
μεθέστηκα
μέθετε
μέθη
μεθῆκα
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθησέμεν
μεθιδρῡ́ω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεύομαι
μεθοδικός
μέθοδος
μεθομῑλέω
View word page
μεθ-ημερινός
μεθ-ημερινόςή όνadj of activities or circumstancesduring the day, daytimePl. X. D. Plu.

ShortDef

happening by day, in open day

Debugging

Headword:
μεθημερινός
Headword (normalized):
μεθημερινός
Headword (normalized/stripped):
μεθημερινος
IDX:
25391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25392
Key:
μεθημερινός

Data

{'headword_display': '<b>μεθ-ημερινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεθ-ημερινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of activities or circumstances</Indic><Tr>during the day, daytime</Tr><Au>Pl. X. D. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεθημερινός'}