Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθέξω
μεθέπομαι
μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
μεθέστηκα
μέθετε
μέθη
μεθῆκα
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθησέμεν
μεθιδρῡ́ω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεύομαι
μεθοδικός
μέθοδος
View word page
μέθ-ημαι
μέθ-ημαιmid.vbἧμαι sit amongw.dat.peopleOd.

ShortDef

to sit among

Debugging

Headword:
μέθημαι
Headword (normalized):
μέθημαι
Headword (normalized/stripped):
μεθημαι
IDX:
25390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25391
Key:
μέθημαι

Data

{'headword_display': '<b>μέθ-ημαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μέθ-ημαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>ἧμαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>sit among</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>people<Au>Od.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'μέθημαι'}