Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέθεξις
μεθέξω
μεθέπομαι
μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
μεθέστηκα
μέθετε
μέθη
μεθῆκα
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθησέμεν
μεθιδρῡ́ω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεύομαι
μεθοδικός
View word page
μεθ-ήκω
μεθ-ήκωvbμετά come to fetchsomeoneE. Ar.come to getsthg.E.dub.

ShortDef

to be come in quest of

Debugging

Headword:
μεθήκω
Headword (normalized):
μεθήκω
Headword (normalized/stripped):
μεθηκω
IDX:
25389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25390
Key:
μεθήκω

Data

{'headword_display': '<b>μεθ-ήκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεθ-ήκω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>μετά</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>come to fetch</Tr><Obj>someone<Au>E. Ar.</Au></Obj><vS2><Tr>come to get</Tr><Obj>sthg.<Au>E.<LblR>dub.</LblR></Au></Obj> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'μεθήκω'}