Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθέμεν
μέθεξις
μεθέξω
μεθέπομαι
μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
μεθέστηκα
μέθετε
μέθη
μεθῆκα
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθησέμεν
μεθιδρῡ́ω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεύομαι
View word page
μεθῆκα
μεθῆκαaor.seeμεθίημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθῆκα
Headword (normalized):
μεθῆκα
Headword (normalized/stripped):
μεθηκα
IDX:
25388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25389
Key:
μεθῆκα

Data

{'headword_display': '<b>μεθῆκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεθῆκα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεθίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεθῆκα'}