Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθεκτέον
μεθεκτός
μεθέλεσκον
μεθέμεν
μέθεξις
μεθέξω
μεθέπομαι
μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
μεθέστηκα
μέθετε
μέθη
μεθῆκα
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθησέμεν
μεθιδρῡ́ω
View word page
μεθέστηκα
μεθέστηκαpf.seeμεθίστημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθέστηκα
Headword (normalized):
μεθέστηκα
Headword (normalized/stripped):
μεθεστηκα
IDX:
25385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25386
Key:
μεθέστηκα

Data

{'headword_display': '<b>μεθέστηκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεθέστηκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεθίστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεθέστηκα'}