Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθειμένος
μεθείσθω
μεθεκτέον
μεθεκτός
μεθέλεσκον
μεθέμεν
μέθεξις
μεθέξω
μεθέπομαι
μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
μεθέστηκα
μέθετε
μέθη
μεθῆκα
μεθήκω
μέθημαι
μεθημερινός
μεθημοσύνη
μεθήμων
View word page
μεθ-ερμηνεύομαι
μεθ-ερμηνεύομαιpass.vb of words or writingsbe translatedPlb. NT. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθερμηνεύομαι
Headword (normalized):
μεθερμηνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μεθερμηνευομαι
IDX:
25383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25384
Key:
μεθερμηνεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>μεθ-ερμηνεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεθ-ερμηνεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of words or writings</Indic><Tr>be translated</Tr><Au>Plb. NT. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μεθερμηνεύομαι'}