Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθάρμοσις
μεθέηκα
μεθείην
μεθεῖμεν
μεθειμένος
μεθείσθω
μεθεκτέον
μεθεκτός
μεθέλεσκον
μεθέμεν
μέθεξις
μεθέξω
μεθέπομαι
μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
μεθέστηκα
μέθετε
μέθη
μεθῆκα
μεθήκω
View word page
μέθεξις
μέθεξιςεωςfμετέχω sharing, partakingparticipationfreq. w.gen.in sthg.Pl. Arist.

ShortDef

participation

Debugging

Headword:
μέθεξις
Headword (normalized):
μέθεξις
Headword (normalized/stripped):
μεθεξις
IDX:
25379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25380
Key:
μέθεξις

Data

{'headword_display': '<b>μέθεξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μέθεξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μετέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sharing, partaking<or/>participation<Expl>freq. <GLbl>w.gen.</GLbl>in sthg.</Expl></Tr><Au>Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μέθεξις'}