Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθάλλομαι
μεθᾱμέριος
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθέηκα
μεθείην
μεθεῖμεν
μεθειμένος
μεθείσθω
μεθεκτέον
μεθεκτός
μεθέλεσκον
μεθέμεν
μέθεξις
μεθέξω
μεθέπομαι
μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
μεθέστηκα
μέθετε
View word page
μεθεκτός
μεθεκτόςή όνadj of Platonic Formsable to be participated inArist.

ShortDef

able to be shared in

Debugging

Headword:
μεθεκτός
Headword (normalized):
μεθεκτός
Headword (normalized/stripped):
μεθεκτος
IDX:
25376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25377
Key:
μεθεκτός

Data

{'headword_display': '<b>μεθεκτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεθεκτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Platonic Forms</Indic><Tr>able to be participated in</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεθεκτός'}