Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθᾱμέριος
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθέηκα
μεθείην
μεθεῖμεν
μεθειμένος
μεθείσθω
μεθεκτέον
μεθεκτός
μεθέλεσκον
μεθέμεν
μέθεξις
μεθέξω
μεθέπομαι
μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
μεθέστηκα
View word page
μεθεκτέον
μεθεκτέονneut.impers.vbl.adj.seeμετέχω

ShortDef

one must share

Debugging

Headword:
μεθεκτέον
Headword (normalized):
μεθεκτέον
Headword (normalized/stripped):
μεθεκτεον
IDX:
25375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25376
Key:
μεθεκτέον

Data

{'headword_display': '<b>μεθεκτέον</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεθεκτέον<LblR>neut.impers.vbl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μετέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεθεκτέον'}