Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μεζόνως
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθᾱμέριος
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθέηκα
μεθείην
μεθεῖμεν
μεθειμένος
μεθείσθω
μεθεκτέον
μεθεκτός
μεθέλεσκον
μεθέμεν
μέθεξις
μεθέξω
μεθέπομαι
μεθέπω
μεθερμηνεύομαι
μέθες
View word page
μεθείσθω
μεθείσθω
3sg.aor.pass.imperatv.
μεθεῖτο
3sg.athem.aor.mid.
see
μεθίημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεθείσθω
Headword (normalized):
μεθείσθω
Headword (normalized/stripped):
μεθεισθω
IDX:
25374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25375
Key:
μεθείσθω
Data
{'headword_display': '<b>μεθείσθω</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεθείσθω<LblR>3sg.aor.pass.imperatv.</LblR></RefFm><RefFm>μεθεῖτο<LblR>3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεθίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεθείσθω'}