Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέδιμνος
Μέδουσα
μέδω
μέζεα
μεζόνως
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθᾱμέριος
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθέηκα
μεθείην
μεθεῖμεν
μεθειμένος
μεθείσθω
μεθεκτέον
μεθεκτός
μεθέλεσκον
μεθέμεν
μέθεξις
μεθέξω
View word page
μεθέηκα
μεθέηκαep.aor.seeμεθίημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθέηκα
Headword (normalized):
μεθέηκα
Headword (normalized/stripped):
μεθεηκα
IDX:
25370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25371
Key:
μεθέηκα

Data

{'headword_display': '<b>μεθέηκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεθέηκα<LblR>ep.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεθίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεθέηκα'}