Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεδέων
μέδιμνος
Μέδουσα
μέδω
μέζεα
μεζόνως
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθᾱμέριος
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθέηκα
μεθείην
μεθεῖμεν
μεθειμένος
μεθείσθω
μεθεκτέον
μεθεκτός
μεθέλεσκον
μεθέμεν
μέθεξις
View word page
μεθάρμοσις
μεθάρμοσιςεωςf rearrangement, reshufflew.gen.of political mastersPlb.

ShortDef

change

Debugging

Headword:
μεθάρμοσις
Headword (normalized):
μεθάρμοσις
Headword (normalized/stripped):
μεθαρμοσις
IDX:
25369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25370
Key:
μεθάρμοσις

Data

{'headword_display': '<b>μεθάρμοσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεθάρμοσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>rearrangement, reshuffle<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of political masters</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεθάρμοσις'}