Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀθόλωτος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
Ἀθόως
ἄθραυστος
ἀθρέω
ἅθροι
ἁθροίζω
ἅθροισις
ἅθροισμα
ἁθροισμός
ἁθρόοι
ἄθρυπτος
ἀθῡμέω
ἀθῡμίᾱ
ἄθῡμος
ἄθῡρμα
ἀθυρόγλωσσος
ἀθυρογλωττίᾱ
ἄθυρος
ἀθυρόστομος
View word page
ἁθροισμός
ἁθροισμόςorἀθροισμόςοῦm gathering, musteringof troopsPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁθροισμός
Headword (normalized):
ἁθροισμός
Headword (normalized/stripped):
αθροισμος
IDX:
2535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2536
Key:
ἁθροισμός

Data

{'headword_display': '<b>ἁθροισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁθροισμός<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>ἀθροισμός</FmHL></VL></HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>gathering, mustering<Expl>of troops</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἁθροισμός'}