Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλόφωνος
μεγαλοψῡχίᾱ
μεγαλόψῡχος
μεγαλῡ́νω
μεγαλώνυμος
μεγαλωστί
μεγᾱ́νωρ
Μεγάρᾱ
Μέγαρα
Μέγαρα
Μεγαρίζω
μέγαρον
μέγας
μεγασθενής
μεγαυχής
μέγεθος
μέγηρα
μεγήριτος
μεγιστᾶνες
μεγιστοάνασσα
μεγιστοπάτωρ
View word page
Μεγαρίζω
ΜεγαρίζωvbΜέγαρα1fut.
Μεγαριῶ
play the Megarianw.connot. of being deceitfulAr.

ShortDef

to side with the Megarians

Debugging

Headword:
Μεγαρίζω
Headword (normalized):
μεγαρίζω
Headword (normalized/stripped):
μεγαριζω
IDX:
25345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25346
Key:
Μεγαρίζω

Data

{'headword_display': '<b>Μεγαρίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>Μεγαρίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>Μέγαρα<Hm>1</Hm></Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>Μεγαριῶ</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>play the Megarian<Expl>w.connot. of being deceitful</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'Μεγαρίζω'}